- ὀψοποιητικός
- ὀψοποιητικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οψοποιητικός — ὀψοποιητικός, ή, όν (Α) [οψοποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έντεχνη μαγειρική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιητική η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek
ὀψοποιητικῆς — ὀψοποιητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιητικῇ — ὀψοποιητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιητική — ὀψοποιητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιητικήν — ὀψοποιητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψοποιικός — ὀψοποιικός, ή, όν (Α) [οψοποιός] 1. οψοποιητικός* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιική η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek